- νηπτικός
- -ή, -ό (Α νηπτικός, -ή, -όν) [νήπτης]αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετόςνεοελλ.φρ. α) «νηπτική θεολογίακίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι η αδιάλειπτη προσευχή, η συνεχής πνευματική άσκηση, η ειλικρινής μετάνοια και η αδιάπτωτη νήψη και κάθαρση για ενάρετο βίοβ) «νηπτικοί πατέρες» ή «νηπτικοί θεολόγοι»εκκλ. ορθόδοξοι μοναχοί και θεολόγοι που ανέπτυξαν τη νηπτική θεολογίααρχ.(κατά τον Ησύχ.) «νηπτικωτάτηννήφειν ποιοῡσαν».επίρρ...νηπτικῶς (Α)με νηφάλιο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.